περινισσομενάων

περινισσομενάων
περινισσομενά̱ων , περινίσσομαι
pres part mp masc/fem gen pl (epic aeolic)
περινισσομενά̱ων , περινίζω
wash off all round
fut part mid masc/fem gen pl (epic aeolic)
περινισσομενά̱ων , περινίζω
wash off all round
fut part mid masc/fem gen pl (epic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπόσιο — το / συμπόσιον ΝΜΑ [συμπότης] 1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”